- σταίη
- ἵστημιmake to standaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίστατος — ον, ουδ. και όν, Α [περιίστημι] 1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι οἱ περίβλεπτοι, ἐφ οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι» Λεξ. Ρητ.) 2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην… … Dictionary of Greek
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek